- καταβολικός
- καταβολικός, -ή, -όν (Α) [καταβολή]1. αυτός που καταβάλλει κάποιον, αυτός που κάνει κάποιον να λυπηθεί2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ καταβολικοίονομασία για τους διώκτες δαίμονες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek